μεγαλόσταχυς
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
υ, with large spikes, νάρδος Dsc.1.7, cf. Thphr. HP 8.4.3.
German (Pape)
[Seite 107] υος, großährig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλόσταχυς: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλους στάχυς, Διοσκ. 1, 6, σελ. 16, ἔκδ. Kühn.
Greek Monolingual
μεγαλόσταχυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μεγάλο στάχυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + στάχυς (πρβλ. καλλίσταχυς, πολύσταχυς)].