μεγαλόφυλλος
From LSJ
English (LSJ)
μεγαλόφυλλον, large-leaved, Thphr. CP2.10.2: Comp., Id.HP7.4.4.
German (Pape)
[Seite 108] großblätterig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλα φύλλα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 10, 2.
Greek Monolingual
μεγαλόφυλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλα φύλλα.