μεθυχάρμων
From LSJ
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
English (LSJ)
μεθυχάρμον, gen. ονος, rejoicing in wine, Man.4.300.
German (Pape)
[Seite 114] ονος, weinfroh, Liebhaber des Weins, Maneth. 4, 300.
Greek (Liddell-Scott)
μεθῠχάρμων: -ον, γεν. -ονος, ὁ χαίρων ἐπὶ τῷ οἴνῳ, εὑρίσκων ἡδονὴν ἐν αὐτῷ, Μανέθων 4. 300.
Greek Monolingual
μεθυχάρμων, -ον (Α)
αυτός που χαίρεται με το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + χάρμων (< χάρμα < χαίρω)].