μειρακίσκη
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
ἡ, Dim. of μεῖραξ, little girl, Ar.Ra.411 (lyr.), and (in iron. sense) Pl.963.
German (Pape)
[Seite 116] ἡ, dim. von μεῖραξ, Mägdlein, Ar. Ran. 410 Plut. 963.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
jeune fille, fillette.
Étymologie: μεῖραξ.
Russian (Dvoretsky)
μειρᾰκίσκη: ἡ маленькая девочка Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μειρᾰκίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ μεῖραξ, μικρὰ μεῖραξ, νεαρὸν κοράσιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 409, καὶ (μετὰ εἰρωνικ. σημασίας), ὦ μειρακίσκη ὁ αὐτ. ἐν Πλούτ. 963.
Greek Monolingual
μειρακίσκη, ἡ (Α) μείραξ
1. μικρό κορίτσι, κοριτσάκι
2. (ειρωνικά) κοριτσόπουλο.
Greek Monotonic
μειρᾰκίσκη: ἡ, υποκορ. του μεῖραξ, κοριτσάκι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μειρᾰκίσκη, ἡ, [Dim. of μεῖραξ
a little girl, Ar.