μελανορράβδωτος

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνορράβδωτος Medium diacritics: μελανορράβδωτος Low diacritics: μελανορράβδωτος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΡΡΑΒΔΩΤΟΣ
Transliteration A: melanorrábdōtos Transliteration B: melanorrabdōtos Transliteration C: melanorravdotos Beta Code: melanorra/bdwtos

English (LSJ)

μελανορράβδωτον, with black stripes, Xenocr. ap. Orib.2.58.107.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνορράβδωτος: -ον, ἔχων μελαίνας ῥαβδώσεις, οἱ δὲ πρόσφατοι (σωλῆνες τῆς θαλάσσης) καὶ μεγάλοι καὶ μελανορράβδωτοι Ξενοκρ. σ. 15, ἔνθα ὁ Κοραῆς ἐν ὑποσημειώσει λέγει: «ἴσως γραπτέον καὶ μεγάλοι, ῥαβδωτοί, ἢ καὶ μεγάλοι, μέλανες, ῥαβδωτοί», ἴδε καὶ σ. 151.

Greek Monolingual

μελανορράβδωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες ραβδώσεις.

German (Pape)

schwarzgestreift, Xenocrat.