μελανοσπαλάκισσα
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
[ᾰκ], ἡ, fem. Adj. dark mole-coloured, ἵππος PPetr.3p.159 (iii B. C.).
Greek Monolingual
μελανοσπαλάκισσα, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που έχει το μαύρο σκούρο χρώμα του ασπάλακα, του τυφλοπόντικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + σπάλαξ, -ακος].