μελικηρίδιο
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
Greek Monolingual
και μελιτοκηρίδιο, το μελικήριον
μικρό ξύλινο τετράγωνο πλαίσιο με φύλλο τεχνητής κηρήθρας, που τοποθετείται μέσα στην κυψέλη και το οποίο γεμίζει από το μέλι που παράγουν οι μέλισσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κηρίδιο (< κηρίον)].