μεσήπειρος
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
μεσήπειρον, inland, D.P.211, 1068.
German (Pape)
[Seite 137] mittelländisch, D. Per. 1068.
Greek (Liddell-Scott)
μεσήπειρος: -ον, μεσόγειος, Διον. Π. 211. 1068.
Greek Monolingual
μεσήπειρος, -ον (Α)
ο μεσόγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ἤπειρος (πρβλ. λευκήπειρος)].