μεσοπόλεμος

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

ο
1. (γενικά) χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο πολέμων
2. (ειδικά) το χρονικό διάστημα μεταξύ του Α' και Β' παγκόσμιου πολέμου, δηλαδή από το 1918 ώς το 1939.