Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Full diacritics: μεσόβῐος | Medium diacritics: μεσόβιος | Low diacritics: μεσόβιος | Capitals: ΜΕΣΟΒΙΟΣ |
Transliteration A: mesóbios | Transliteration B: mesobios | Transliteration C: mesovios | Beta Code: meso/bios |
μεσόβιον, of moderate means, Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).229, Vett.Val.233.17.
μεσόβιος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος έχει μέτρια οικονομικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + βίος (πρβλ. νυκτόβιος)].