μεσόβιος

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόβῐος Medium diacritics: μεσόβιος Low diacritics: μεσόβιος Capitals: ΜΕΣΟΒΙΟΣ
Transliteration A: mesóbios Transliteration B: mesobios Transliteration C: mesovios Beta Code: meso/bios

English (LSJ)

μεσόβιον, of moderate means, Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).229, Vett.Val.233.17.

Greek Monolingual

μεσόβιος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος έχει μέτρια οικονομικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + βίος (πρβλ. νυκτόβιος)].