μεταλλίτης
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, fem. μεταλλῖτις, ιδος, containing minerals, γῆ Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλίτης: -ου, ὁ, μεταλλικός, θηλ. -ῖτις, ῐδος, «γῆ τις» Ἡσύχιος.
Greek Monolingual
ο, θηλ. μεταλλίτις και μεταλλίτιδα (Α μεταλλίτης, θηλ. μεταλλῖτις, -ίτιδος)
αυτός που εμπεριέχει μεταλλεύματα
νεοελλ.
φρ. «μεταλλίτις γη» ή «μεταλλίτιδες άμμοι»
(πετρογρ.) είδος άμμων οι οποίες εκτός τών κόκκων χαλαζία περιέχουν ψήγματα πολύτιμων μετάλλων, καθώς και θραύσματα πολύτιμων λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + κατάλ. -ίτης και -ῖτις (πρβλ. αιματίτης)].