μεταπαραλαμβάνω
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
English (LSJ)
receive a thing from another, οἱ παρ' ἐμοῦ -λημψόμενοι my successors in title, PAmh.2.68.23 (i A. D.), cf. IG42(1).88.19 (Epid., ii A.D.), PMag.Par.1.525, Vett.Val.219.3; take over an office, BGU1192.8 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 151] (s. λαμβάνω), Gegensatz zum Vorigen, das von einem Andern Übergebene nehmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπαραλαμβάνω: παραλαμβάνω, δέχομαι πρᾶγμά τι παρ’ ἄλλου, Ψευδο-Ὠριγέν. κατὰ Μαρκίωνος Ι, 37, 38.
Greek Monolingual
μεταπαραλαμβάνω (Α)
1. παραλαμβάνω κάτι από κάποιον άλλο
2. αναλαμβάνω υπηρεσία.