θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
1. επαναφέρω κάτι στην αρχική του θέση2. ξαναφέρνω κάποιον στην εξουσία από την οποία είχε εκπέσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ορθώνω].