παλινορθώνω

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source

Greek Monolingual

1. επαναφέρω κάτι στην αρχική του θέση
2. ξαναφέρνω κάποιον στην εξουσία από την οποία είχε εκπέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ορθώνω].