μεταψέφω

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταψέφω Medium diacritics: μεταψέφω Low diacritics: μεταψέφω Capitals: ΜΕΤΑΨΕΦΩ
Transliteration A: metapséphō Transliteration B: metapsephō Transliteration C: metapsefo Beta Code: metaye/fw

English (LSJ)

μεταβουλεύομαι, Hsch.; also μεταψέφειν· μεταμελεῖσθαι, Id.

German (Pape)

[Seite 157] nach Hesych. = μεταβουλεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεταψέφω: μεταβουλεύομαι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεταψέφω (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «μεταβουλεύομαι»
2. (απρμφ.) «μεταψέφειν
μεταμελεῖσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ψέφω «είμαι φοβισμένος, ανήσυχος»].