μηκυντικός
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
μηκυντική, μηκυντικόν, fit for lengthening, A.D.Adv.166.26; τῆς φύσεως τῶν στοιχείων (viz. η, ω) οὔσης μ. Sch.Heph.p.95 C.
German (Pape)
[Seite 172] gern verlängernd, Ap. Dysc. de adv. 577, 28.
Greek (Liddell-Scott)
μηκυντικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς μήκυνσιν, ἁρμόδιος, Α. Β. 577.
Greek Monolingual
μηκυντικός, -ή, -όν (Α) μηκύνω
1. αυτός που συνηθίζει να μεταβάλλει τα βραχέα φωνήεντα σε μακρά «[οἱ Ἀττικοί] μηκυντικοί εἰσι κατὰ τὰ φωνήεντα», Απολλ. Δύσκ.)
2. (για τα φωνήεντα -η και -ω) ο φύσει μακρός («τῆς φύσεως τῶν στοιχείων [η, ω] οὔσης μηκυντικῆς», Σχόλ. Ηφαιστ.).