μηνιγγότρωτος

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνιγγότρωτος Medium diacritics: μηνιγγότρωτος Low diacritics: μηνιγγότρωτος Capitals: ΜΗΝΙΓΓΟΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: mēningótrōtos Transliteration B: mēningotrōtos Transliteration C: miniggotrotos Beta Code: mhniggo/trwtos

English (LSJ)

μηνιγγότρωτον, having an injury to the dura mater, Gal.in Berl.Sitzb.1901.1263.

Greek Monolingual

μηνιγγότρωτος, ὁ (Α)
αυτός που έχει χτυπηθεί στη μήνιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνιγξ, -ιγγος + τρωτός (< τι-τρώ-σκω «πληγώνω»), πρβλ. καρδιότρωτος].