μιμόζα

From LSJ

ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk

Source

Greek Monolingual

η
κοινή ονομασία που αναφέρεται σε είδη ακακίας, τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mimosa < λατ. mimus < μίμος].