μιμόζα

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

η
κοινή ονομασία που αναφέρεται σε είδη ακακίας, τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mimosa < λατ. mimus < μίμος].