μισαλλόδοξος

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που μισεί τους αλλοθρήσκους
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που μισεί όσους έχουν διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές κ.ά. πεποιθήσεις από τις δικές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἀλλόδοξος «αλλόθρησκος, αυτός που έχει διαφορετική αντίληψη για κάτι». Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Αδ. Κοραή].