μισαπόδημος

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσαπόδημος Medium diacritics: μισαπόδημος Low diacritics: μισαπόδημος Capitals: ΜΙΣΑΠΟΔΗΜΟΣ
Transliteration A: misapódēmos Transliteration B: misapodēmos Transliteration C: misapodimos Beta Code: misapo/dhmos

English (LSJ)

μισαπόδημον, hating travel, Poll.6.172.

German (Pape)

[Seite 189] Reisen hassend, Poll. 6, 172.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσᾰπόδημος: -ον, ὁ μισῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Πολυδ. ϛʹ, 172.

Greek Monolingual

μισαπόδημος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τις αποδημίες, που αισθάνεται μίσος για τα ταξίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἀπόδημος (πρβλ. φιλαπόδημος)].