μισοπρόβατος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοπρόβᾰτος Medium diacritics: μισοπρόβατος Low diacritics: μισοπρόβατος Capitals: ΜΙΣΟΠΡΟΒΑΤΟΣ
Transliteration A: misopróbatos Transliteration B: misoprobatos Transliteration C: misoprovatos Beta Code: misopro/batos

English (LSJ)

μισοπρόβατον, hating cattle, Archyt. ap. Stob.4.5.61.

German (Pape)

[Seite 192] die Schaafe od. überh. die vierfüßigen Tiere hassend, Archyt. bei Stob. fl. 46, 61.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοπρόβᾰτος: -ον, ὁ μισῶν τὰ πρόβατα, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 314. 14.

Greek Monolingual

μισοπρόβατος, -ον (Α)
(για βοσκό) αυτός που μισεί τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πρόβατον.