μισοχριστιανός

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

German (Pape)

[Seite 192] die Christen hassend, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοχριστιανός: -όν, ὁ μισῶν τοὺς Χριστιανούς, Χρον. Πασχ. 619. 21.

Greek Monolingual

μισοχριστιανός, ὁ (Μ)
αυτός που μισεί τους χριστιανούς, εχθρός τών χριστιανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χριστιανός].