μισόνεικος

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόνεικος Medium diacritics: μισόνεικος Low diacritics: μισόνεικος Capitals: ΜΙΣΟΝΕΙΚΟΣ
Transliteration A: misóneikos Transliteration B: misoneikos Transliteration C: misoneikos Beta Code: miso/neikos

English (LSJ)

μισόνεικον, hating strife, cj. for μεσωνικ- in Vett.Val.14.22 (Comp.).

Greek Monolingual

μισόνεικος, -ον (α)
αυτός που αποστρέφεται τις φιλονικίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + νεῖκος «έχθρα, διαμάχη» (πρβλ. φιλόνεικος)].