μισόνεικος
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
μισόνεικον, hating strife, cj. for μεσωνικ- in Vett.Val.14.22 (Comp.).
Greek Monolingual
μισόνεικος, -ον (α)
αυτός που αποστρέφεται τις φιλονικίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + νεῖκος «έχθρα, διαμάχη» (πρβλ. φιλόνεικος)].