μνήστρια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, fem. of μνηστήρ, = προμνήστρια, Poll.3.31.
German (Pape)
[Seite 196] ἡ, fem. von μνηστήρ, nach Poll. 3, 31 = προμνήστρια bei den Att.
Greek (Liddell-Scott)
μνήστρια: ἡ, θηλ. τοῦ μνηστήρ, = προμνήστρια, Πολυδ. Γ΄, 51.
Greek Monolingual
μνήστρια, η (Α)
1. θηλ. του μνηστήρ
2. προξενήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησ-τήρ + επίθημα -τρια (πρβλ. πλάστρια).