μονόκοκκος

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκοκκος Medium diacritics: μονόκοκκος Low diacritics: μονόκοκκος Capitals: ΜΟΝΟΚΟΚΚΟΣ
Transliteration A: monókokkos Transliteration B: monokokkos Transliteration C: monokokkos Beta Code: mono/kokkos

English (LSJ)

μονόκοκκον, with a single grain, of pearls, Glossaria; also of onions, ibid.

German (Pape)

[Seite 203] einkernig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκοκκος: -ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον κόκκον ἢ πυρῆνα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μονόκοκκος, -ον (Α)
1. (για μαργαριτάρι) μεγάλο
2. (για κρεμμύδι) αυτό που αποτελείται από έναν μόνο κόκκο, έναν λοβό ή πυρήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κόκκος.