μονόκοκκος
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
μονόκοκκον, with a single grain, of pearls, Glossaria; also of onions, ibid.
German (Pape)
[Seite 203] einkernig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκοκκος: -ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον κόκκον ἢ πυρῆνα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
μονόκοκκος, -ον (Α)
1. (για μαργαριτάρι) μεγάλο
2. (για κρεμμύδι) αυτό που αποτελείται από έναν μόνο κόκκο, έναν λοβό ή πυρήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κόκκος.