μουδιάστρα

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

η
ζωολ. κοινή ονομασία του ψαριού νάρκη, είδους σελαχίου του γένους torpedo.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του αορ. του μουδιάζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. χαλάστρα)].