μπαγκέτα
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
και μπακέτα, η
1. μικρή ξύλινη ράβδος με την οποία ο αρχιμουσικός διευθύνει την ορχήστρα
2. (κατ' επέκτ.) το πλήκτρο με το οποίο ο τυμπανιστής κτυπά το τύμπανο
3. κεντητό στόλισμα περικνημίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baguette < ιταλ. bacchetta < λατ. baculum «βάκτρον, ραβδί»].