μπόρα
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
Greek Monolingual
η
1. αιφνιδιαστική και ραγδαία βροχή μικρής διάρκειας
2. (κατ' επέκτ.) καταιγίδα, θύελλα
3. ψυχρός και πολύ σφοδρός άνεμος που ξεσπά απότομα στο Αδριατικό Πέλαγος
4. μτφ. μεγάλη, ξαφνική συμφορά, αιφνίδιο και μεγάλο κακό («μάς βρήκε μεγάλη μπόρα με τη χρεωκοπία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. bora < λατ. boreas < Βορέας.