μπότσος

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

ο
ναυτ. αλυσίδα ή χοντρό σχοινί που δένει και στερεώνει τα άρμενα, την άγκυρα και γενικά κάθε κινητό εξάρτημα του καταστρώματος του πλοίου, έχμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bozzo, bozza].