μυελικός

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό μυελός
(ανατ. -ιατρ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νωτιαίο μυελό ή τον μυελό τών οστών («μυελική νόσος»)
2. φρ. α) «μυελική αύλακα» — η πρώτη καταβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος του έξω βλαστικού δέρματος στο έμβρυο
β) «μυελικός κώνος» — η κατώτερη μοίρα του νωτιαίου μυελού, από την οποία εκφύονται τα κοκκυγικά νεύρα
γ) «μυελική πλάκα» ή «μυελική ταινία» — η αρχική φάση της μυελικής αύλακας
δ) «μυελικός σωλήνας» — η φάση της διάπλασης του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την οποία τα χείλη της μυελικής πλάκας κλείνουν και σχηματίζουν σωλήνα.