μυκόδερμα
From LSJ
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
το
βοτ. μύκητας που σχηματίζει υμένιο στην επιφάνεια τών ζυμούμενων ποτών και τών σακχαρούχων χυμών, χωρίς να προκαλεί αλκοολική ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycoderma (< μύκης «μύκητας» + δέρμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].