μυωτός

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυωτός Medium diacritics: μυωτός Low diacritics: μυωτός Capitals: ΜΥΩΤΟΣ
Transliteration A: myōtós Transliteration B: myōtos Transliteration C: myotos Beta Code: muwto/s

English (LSJ)

(A), ή, όν, either made of mouse-skin, or embroidered with figures of mice, χιτών (among the Armenians) Poll.7.60.

(B), ή, όν, (μῦς IV)
A furnished with muscles, σάρκες Clearch. 72.

German (Pape)

[Seite 225] mit Muskeln versehen, σάρκες, Ath. IX, 899 b. – Aber anders χιτών, s. Poll. 7, 60.

Greek (Liddell-Scott)

μυωτός: χιτών τις παρὰ τοῖς Ἀρμενίοις, «Ἀρμενίων δὲ ὁ μυωτός, ἢ ἐκ μυῶν τῶν παρ’ αὐτοῖς συνυφασμένος, ἢ μυίας ἔχων ἐμπεποικιλμένας» Πολυδ. Ζ΄, 60.

Greek Monolingual

μυωτός, -ή, -όν (Α) μυς
1. αυτός που έχει συρραφεί από δέρμα ποντικών ή που είναι κεντημένος με μορφές ποντικών («μυωτὸς χιτών», Πολυδ.)
2. αυτός που αποτελείται από μυς ή αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, ο μυώδης («σάρκες μυωταὶ καθ' ἑκάτερον μέρος», Αθήν.).