μόχλευση
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
η (Α μόχλευσις) μοχλεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μοχλεύω, μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με τη βοήθεια μοχλού
νεοελλ.
μτφ. αναμόχλευση, ανακίνηση, αναζωπύρωση
αρχ.
ιατρ. εξάρθρωση, εξαγωγή, εκρίζωση.