μύθα
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
Full diacritics: μύθα | Medium diacritics: μύθα | Low diacritics: μύθα | Capitals: ΜΥΘΑ |
Transliteration A: mýtha | Transliteration B: mytha | Transliteration C: mytha | Beta Code: mu/qa |
[Seite 214] cvprisch = φωνή, Hesych.
μύθα: «φωνή· Κύπριοι» Ἡσύχ.
μύθα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φωνή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του μῦθος παραδεδομένος από τον Ησύχιο (πρβλ. μύθαρ)].