μύλινος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλινος Medium diacritics: μύλινος Low diacritics: μύλινος Capitals: ΜΥΛΙΝΟΣ
Transliteration A: mýlinos Transliteration B: mylinos Transliteration C: mylinos Beta Code: mu/linos

English (LSJ)

η, ον, made of millstone, σορός CIG3371 (Smyrna); παραστάς SIG996.15 (ibid.).

Greek (Liddell-Scott)

μύλινος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ μυλόπετρας, σορὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 3371.

Greek Monolingual

μύλινος, -ίνη, -ον (Α) μύλη
κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα.

Chinese

原文音譯:mÚloj 祕羅士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:磨(石) 相當於: (רֵחַיִם‎)
字義溯源:磨石*,推磨的,大磨;或出自(μόλις)=艱難地*)
同源字:1) (μυλικός)磨坊的 2) (μύλινος / μύλος)磨石 3) (μυλών)磨坊
出現次數:總共(4);太(1);可(1);啓(2)
譯字彙編
1) 磨石(2) 太18:6; 啓18:21;
2) 推磨的(1) 啓18:22;
3) 大磨(1) 可9:42

French (New Testament)

η, ον
de moulin ; de meule
μύλη