μύξωμα
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
το
ιατρ. μαλακός καλοήθης όγκος του συνδετικού ιστού, πλούσιος σε θεμέλια ουσία και στερούμενος αγγείων, με ζελατινοειδή μορφή, ο οποίος, ιστολογικά, αποτελείται από αστεροειδή κύτταρα διάσπαρτα μέσα σε άφθονη θεμέλια βλεννοειδή ουσία και που θεραπεύεται οριστικά με ευρεία χειρουργική εξαίρεση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxome (< μυξώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].