ναυαρχίδα
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
η (Α ναυαρχίς)
πολεμικό πλοίο, συνήθως ένα από τα ισχυρότερα πολεμικής ναυτικής μοίρας, στο οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος ή, γενικότερα, ο αρχηγός του στόλου («τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, ναυαρχίδα», Βαλαωρ.)
νεοελλ.
φρ. «κυβερνήτης ναυαρχίδας» και «κυβερνήτης σημαίας» — ο ανώτερος αξιωματικός που κυβερνά τη ναυαρχίδα και που έχει, συνήθως, βαθμό πλοιάρχου
αρχ.
προσωνυμία πόλεων, ιδίως της Λαοδικείας και της Τύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύαρχος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. γυμνασιαρχίς, στολαρχίς)].