ναυμέδων

From LSJ

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425

Greek Monolingual

ναυμέδων (Α) (ως προσωνυμία του Ποσειδώνος) ο προστάτης, ο άρχοντας τών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. λαομέδων)].