ναυπηγείο

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek Monolingual

το (Α ναυπηγεῖον και ναυπήγιον) ναυπηγός
χώρος με εγκαταστάσεις όπου κατασκευάζονται, εξοπλίζονται και καθελκύονται πλοία ή επισκευάζονται πλοία.