ναυσίβιος

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσίβῐος Medium diacritics: ναυσίβιος Low diacritics: ναυσίβιος Capitals: ΝΑΥΣΙΒΙΟΣ
Transliteration A: nausíbios Transliteration B: nausibios Transliteration C: nafsivios Beta Code: nausi/bios

English (LSJ)

ναυσίβιον, living by the sea, Alciphr.1.12 (pr.n.).

German (Pape)

[Seite 232] von der Fischerei lebend, Alciphr. 1, 12 als n. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσίβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐκ τῆς ναυτιλίας, Ἀλκίφρων 1. 12 (ὡς κύρ. ὄνομα).

Greek Monolingual

ναυσίβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει από τα κέρδη του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + βίος.