ναυτώνας
From LSJ
ο
κτήριο ή πλοίο το οποίο χρησιμεύει ως χώρος διαμονής για τους ναύτες που εργάζονται σε ναυστάθμους ή σε άλλες ναυτικές υπηρεσίες ξηράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. -ώνας, (πρβλ στρατ-ώνας). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].