ναύβιον
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
English (LSJ)
τό,
A naubion, cubic measure in Egypt, with side = two royal cubits (in Roman times, three cubits), used with application to earth as a unit of labour, in plural, PLille 1r.ΙΙ, Wilcken Chr.385.8, PPetr.3pp.80,290, Ostr.Bodl.i 244 (all iii B. C.), Arch.Pap.6.132 (i A. D.), POxy.669.11 (iii A. D.):—written ναούια ib. 1053 (vi/vii A. D.).
2 in sg., tax paid by landholders in lieu of digging so many ναύβια, PTeb.5.15 (ii B. C.); ν. κατοίκων, ἐναφεσίων, BGU662 (ii A. D.), PTeb.352 (ii A. D.).
3 perhaps another tax, Ostr.1396 (i A. D.), Ostr.Bodl.iii 84 (i A. D.).
Greek Monolingual
ναύβιον, τὸ, πληθ. και ναούτα, (Α)
1. κυβική μονάδα μέτρησης στην Αίγυπτο η οποίο είχε πλευρά ίση με δύο βασιλικούς πήχεις
2. φόρος ο οποίος καταβαλλόταν από τους γαιοκτήμονες προκειμένου να απαλλαγούν από ορισμένη υποχρέωση.