νεικέσσιος

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεικέσσιος Medium diacritics: νεικέσσιος Low diacritics: νεικέσσιος Capitals: ΝΕΙΚΕΣΣΙΟΣ
Transliteration A: neikéssios Transliteration B: neikessios Transliteration C: neikessios Beta Code: neike/ssios

English (LSJ)

πολέμιος, Hsch.

Greek Monolingual

νεικέσσιος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πολέμιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε νείκεσσι
πολέμοις < νεῖκος «διαφωνία, διαμάχη»].