νεκροποιός
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
νεκροποιόν, killing, Sch.Ar.Pl.263, EM541.55.
German (Pape)
[Seite 237] todt machend, Sp., wie Eust.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροποιός: -όν, ὁ, φονεύων, θανατῶν, Εὐσέβ. ΙΙ, 853C, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 263, κτλ.
Greek Monolingual
νεκροποιός, -όν (ΑΜ)
αυτός που φονεύει, που θανατώνει κάποιον.