νεκροσκόπος
From LSJ
Greek Monolingual
ο
ειδικός γιατρός ή υπάλληλος αρμόδιος για τη διαπίστωση του θανάτου και τών αιτίων του μετά από εξωτερική νεκροψία του νεκρού, που εκδίδει και τη σχετική βεβαίωση θανάτου του νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπώ), πρβλ. μετεωρο-σκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].