νεκροψία

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source

Greek Monolingual

η
η εξωτερική εξέταση και ψηλάφηση πτώματος για τη διαπίστωση του θανάτου και την εξακρίβωση του χρόνου, τών συνθηκών και της αιτίας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necropsy < necro- (< νεκρός) + -opsy (< -οψία < ὄψις). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].