νεκροψία

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source

Greek Monolingual

η
η εξωτερική εξέταση και ψηλάφηση πτώματος για τη διαπίστωση του θανάτου και την εξακρίβωση του χρόνου, τών συνθηκών και της αιτίας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necropsy < necro- (< νεκρός) + -opsy (< -οψία < ὄψις). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].