νεκροφιλώ

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source

Greek Monolingual

και -άω
1. ασπάζομαι νεκρό
2. φρ. «να τον νεκροφιλήσω» — βαρύς όρκος για πολύ αγαπημένα πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + φιλῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Γ. Παράσχο].