νεκροφιλώ

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

και -άω
1. ασπάζομαι νεκρό
2. φρ. «να τον νεκροφιλήσω» — βαρύς όρκος για πολύ αγαπημένα πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + φιλῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Γ. Παράσχο].