νεκρότης
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
German (Pape)
[Seite 238] ητος, ἡ, das Todtsein, Sp., Lob. Phryn. 351.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρότης: -ητος, ἡ, νεκρικὴ κατάστασις, θάνατος, Ὠριγέν. Ι. 904C, Μεθόδ. 268C · ἰδὲ Λοβεκ. Φρύνιχ. 351.