νεκρόφιλος

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. σχετικός με τη νεκροφιλία
2. ως ουσ. αυτός που παρουσιάζει τάσεις νεκροφιλίας, που πάσχει από νεκροφιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. necrophile < necro- (< νεκρός) + -phile (< φίλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σιμ. Αποστολίδη].