νεογάλαξ

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεογάλαξ Medium diacritics: νεογάλαξ Low diacritics: νεογάλαξ Capitals: ΝΕΟΓΑΛΑΞ
Transliteration A: neogálax Transliteration B: neogalax Transliteration C: neogalaks Beta Code: neoga/lac

English (LSJ)

[γᾰ], ακτος, ὁ, ἡ, just beginning to suck, Hdn.Gr.1.352.

Greek (Liddell-Scott)

νεογάλαξ: [ᾰ], -ακτος, ὁ, ἡ, ὁ πρὸ ὀλίγου, μόλις ἀρξάμενος νὰ θηλάζῃ, «ὁ ἀρτιγάλαξ, ὁ νεογάλαξ» Χοιροβ. τ. 1, σ. 367, 19.

Greek Monolingual

νεογάλαξ, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που μόλις πριν από λίγο άρχισε να θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + γάλαξ (< γάλα), πρβλ. ομογάλαξ.