νεούτσικος

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

και νιούτσικος, -η, -ο (Μ νεούτσικος και νιούτσικος, -η, -ον) νέος
1. (με θωπευτική σημ.) πολύ νεαρός σε ηλικία
2. το αρσ. ως ουσ. ο νεούτσικος
νέος άντρας, νεαρούλης
3. το θηλ. ως ουσ. η νεουτσικη
νεαρή γυναίκα, κοπέλα
νεοελλ.
1. (γενικά) πρόσφατος, καινούργιος
2. (για βλάστηση και για φυτά) αυτός που φύτρωσε πρόσφατα, ο τρυφερός
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νεούτσικοι
νεαρά άτομα
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νεούτσικα
έφηβοι, νεαροί.